Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐς τὸ ἀφανές

См. также в других словарях:

  • ἀφανές — ἀφανής unseen masc/fem voc sg ἀφανής unseen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀφανές — ἀφανές , ἀφανής unseen masc/fem voc sg ἀφανές , ἀφανής unseen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… …   Dictionary of Greek

  • не˫авленыи — (45) пр. 1.Неизвестный, невыявленный: нъ и отъ невѣрьнааго мѹжа …отълѹчитисѧ не повелѣно ѥсть. женѣ. нъ жьдати не˫авлѥнааго ради съключени˫а. чьто бо вѣси жено. аще мѹже [так!] сп҃сеши (διὰ τὸ ἄδηλον) ΚΕ XII, 183б; Аще кто и ѿ свободны родить(с)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αποθεματικό — To μέρος των καθαρών κερδών που δεν διανέμεται στους μετόχους αλλά παραμένει στην επιχείρηση για να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά. Το α. είναι τακτικό ή νόμιμο, όταν επιβάλλεται από ρητή διάταξη του νόμου, ή έκτακτο, όταν σχηματίζεται με βάση διάταξη …   Dictionary of Greek

  • не˫авимыи — (4*) пр. 1.Неявный, скрытый: въсхотѣ же… за всѧ ˫аже имѣю х(с)а купити бесера [так!] не˫авимаго сложена ѿ бж(с)тва и чл҃вчтва (ἀφανῇ) ГБ XIV, 202б; средн. в роли с.: многа ѥсть разньства помежи истинѣ и ѡбычаи же, ˫ако (ж) ѥсть, вънемлеть(с). ли… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αφανής — ές (AM ἀφανής, ές) 1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος 2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος αρχ. 1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη 2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός 3.… …   Dictionary of Greek

  • δεματολογώ — ( άω) [δεματολόγος] 1. συσκευάζω στάχυα σε δεμάτια 2. (παροιμία) «δεματολογάει αφάνες» για όσους ασχολούνται με μάταια ή ασήμαντα πράγματα …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • λαμπηδόνα — η (AM λαμπηδών, όνος) λάμψη, ακτινοβολία, στιλπνότητα («ἐνέπλησαν αὐγῆς σιδήρου καὶ λαμπηδόνος χαλκοῡ τὸ πεδίον», Πλούτ.) νεοελλ. μυθικό φυτό με θαυματουργές ιδιότητες το οποίο είναι αφανές κατά την ημέρα και φωτεινό κατά τη νύχτα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • μαυρώνω — (ΑM μαυρῶ, όω, Μ και μαυρώνω) μαυρίζω, αμαυρώνω, θαμπώνω, τυφλώνω μσν. 1. σκοτεινιάζω 2. μτφ. θλίβομαι, υποφέρω, δυστυχώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρωμένος, η, ον μαυρειδερός, μελαψός αρχ. 1. καθιστώ κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»